λυπήμασι

λυπήμασι
λύπημα
pain
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λύπημα — ήματος και ημάτου, το (Α λύπημα, ήματος) [λυπώ] 1. λύπη, θλίψη, πόνος («πολλά δὲ καὶ τῶν δειλοτάτων καὶ ἀσθενεστάτων λυπήμασί τε καὶ φόβοις καὶ ἐκταράττεται καὶ παροξύνεται», Δίων Κάσσ.) 2. αντικείμενο λύπης (α. «λυπήσου, λυπήσου, έγινα τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”